- καλλίχορος
- καλλίχορος, -ον (Α)1. (για πόλεις) αυτός που έχει ωραίους τόπους για χορό («παρὰ καλλίχορον ναίοισι πόλιν», Πίνδ.)2. αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε ωραίους χορούς («τρόπον τὸν καλλιχορώτατον παίζοντες», Αριστοφ.)3. (για τον Απόλλωνα) ο καλός στον χορό («τὸν Λατοῡς... γόνον εἱλίσσουσαι καλλίχορον», Ευρ.)4. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Καλλίχοροςιερή πηγή κοντά στην Ελευσίνα, η πηγή τών καλών χορών.
Dictionary of Greek. 2013.